ἀγριοτσουκνίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοτσουκνίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγριοτσουκνίδα ἡ, πολλαχ. ἀγριουτσουκνίδα Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀγριοτζουκνίδα Εὔβ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀγριοτσικνούδα Πάρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀγριοτσουκνίδα. Πβ. Περὶ γέρ. 119 (ἔκδ. Wagner σ. 109) «τίς ἦτον ποῦ τὴν ἔσμιξε τὴν ἀγριοτσουκνίδα;»

Σημασιολογία

1) Τὸ δένδρον γαῦρος ὁ βετουλοειδὴς (carpinus betulus) τοῦ γένους τοῦ γαῦρον, τῆς τάξεως τῶν κυπελλοφόρων (cupuliferae), ὅμοιον πρὸς τὴν δρῦν πολλαχ. Πβ. ΘΧελδράιχ 87 καὶ ΠΓεννάδ. 220. 2) Τὸ φυτὸν κνίδη ἡ καυστηρὰ (urtica urens) τῆς τάξεως τῶν κνιδωδῶν (urticaceae) Πάρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.’α.: Παροιμ. Ὅπο͜ιος σὲ μυριστῇ γιὰ βασιλικὸ σὲ βρίσκει ‘αγριοτσικνούδα (ἐπὶ τοῦ φαινομένου μὲν ἀγαθοῦ, ὄντος δὲ πονηροῦ) Πάρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/