ἀιδάρισι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀιδάρισι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀιδάρισι ἡ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀδιˬάρισι Σίφν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀιδάρω.
Σημασιολογία
Βοήθεια, ἀρωγὴ ἔνθ’ ἀν.: Δὲ θέλω, Χριστιανε͜ιά, τὴν ἀιδάρισί σου! Ἀπύρανθ. Νεˬὸς εἶναι ὁ πεθερός του καὶ θὰ βρῇ ἀιδάρισι αὐτόθ. || Φρ. Θές ἀδιˬάρισι; (φρ. Λεγομένη χάριν ἀστεϊσμοῦ πρὸς τρώγοντα) Σίφν. Συνών. ἀιδάρι, ἀιδαρισιˬού, ἀιδάρισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA