ἀιδαριστὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀιδαριστὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀιδαριστὰ ἐπίρρ. ἀδιˬαριστὰ Σῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀιδαριστός.
Σημασιολογία
Ἀλληλοβοηθητικῶς, τὸ νὰ βοηθῇ τις δηλ. ἄλλον εἰς ἐργασίαν τινὰ δωρεὰν ἐπὶ ἀνταποδόσει τῆς ἐργασίας ὑπὸ τοῦ βοηθουμένου: Αὔριο θὰ πάμε ἀδιˬαριστά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA