ἀδραχτοσίδερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδραχτοσίδερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀδραχτοσίδερο τό, ἀμάρτ. ἀgραφτοσίδερο Καλαβρ. (Μπόβ.) ’δαφτοσίδερο Ἀπουλ. ᾿δαφτεσίδερο Ἀπουλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀδράχτι καὶ σίδερο.
Σημασιολογία
Τὸ σιδηροῦν ἔλασμα τῆς ἀτράκτου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA