ἀδρέπανος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδρέπανος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδρέπανος ἐπίθ. Ἤπ. Πελοπν. (Δημητσάν. Λάκων.) ἀδρέπανους Ἤπ. (Χουλιαρ.) ἀδέρπανους Ἤπ. (Χουλιαρ.) ἀδράπανος Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λάκων) ἀτράπανος Πελοπν. (Λάκων) ’δέρπανος Ἤπ. ’δέρπανους Ἤπ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀδρέπανος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ θερισθεὶς διὰ δρεπάνου, ἀθέριστος Ἤπ. (Χουλιαρ.) Πελοπν. (Λακων.): Ἀδράπανο χωράφι Λακων. Μοῦ ’μ’νι ἀδέρπανου τοὺ χουράφ’ ἀπ᾿ τὴ βρουχὴ Χουλιαρ. Συνών. ἀδρεπάνιστος 2) Ὁ στερούμενος δρεπάνου, ὁ ἄνευ δρεπάνου Πελοπν. (Λακων.): Ἦρθε ’ς τὸ χωράφι ἀδράπανος. β) Ὁ στερούμενος τῶν πάντων, ἐνδεὴς (στερούμενος δηλ. καὶ αὐτοῦ τοῦ δρεπάνου τοῦ συνηθεστέρου τῶν γεωργικῶν ἐργαλείων) συνήθως ἐν συνεκφ. μετὰ τῶν ἐπιθ. νηστικὸς καὶ ξερὸς Ζάκ. Ἤπ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Δημητσάν.): Εἶχε ἕνα σωρὸ βιός, μὰ τοῦ κάηκε τὸ σπίτι καὶ σοῦ ᾿μεινε ξερὸς κιˬ ἀδράπανος Ζάκ. Κεφαλλ. Ἀπόμεινι ξιρὸς κὶ ’δέρπανους Ἤπ. || Φρ. Νηστικὸς καὶ ᾿δέρπανος Ἤπ. Κατ’ ἐπέκτ. καὶ ἐπὶ πραγμάτων: Φρ. Τρώει ψωμὶ ξηρὸ κι ἀδρέπανο (κατάξηρον, ἄνευ οὐδενὸς προσφαγείου) Κεφαλλ. γ) Ἄπρακτος Κεφαλλ.: Δὲν ἔκαμε προκοπὴ καὶ γύρισε ξερὸς κιˬ ἀδράπανος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/