ἀγριοχάλτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοχάλτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγριοχάλτης ὁ, ἀμάρτ. ἀγροχάλτης Πόντ. (Κερασ.) ἀγρόχαλτες Πόντ. (Κερασ. Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ ἐθνικοῦ ὃν. Χάλτης, παρ᾽ ὃ καὶ Χάλτες. Διὰ τὸ α΄ συνθετ. τοῦ ἀγροχάλτης καὶ ἀγρόχαλτες πβ. ἄγρος παρὰ τὸ ἄγριος.

Σημασιολογία

Ἀγροῖκος, ἀξεστος χωριάτης (οὕτω καλοῦν σκωπτικῶς οἱ κάτοικοι τῶν περὶ τὴν Κερασοῦντα παραλίων μερῶν τὸν κάτοικον τοῦ ἐσωτερικοῦ, ὅπου κεῖται ἡ Χαλδία) ἔνθ’ ἀν.: Ἀγρόχαλτες ᾽κ᾽ εἶσαι! (δὲν εἶσαι ἀγριοχάλτης! ἤτοι πόσον ᾶξεστος εἶσαι!) Οἰν. Ἀγρόχαλτες ’μοιάζει αὐτόθ. Ἅμον ἀγρόχαλτες μ᾿ εὐτάς! (μὴ κάμνῃς σὰν ἀγρ.) Κερασ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/