ἀγριοχάμπαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοχάμπαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοχάμπαρο τό, ἀμάρτ. ἀγροχάπαρον Πόντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἑπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. χαμπάρι. Διὰ τὸν μεταπλασμὸν εἰς -ο πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 170 κἑξ. 179 κἑξ.

Σημασιολογία

Κακὴ εἴδησις, θλιβερὸν ἄγγελμα: Φρ. Τ᾽ ἀγροχάπαρο σ᾿ νὰ ἔρται! (τὸ θλιβερόν σου ἄγγελμα νὰ ἔλθῃ, νὰ μάθωμεν ὄτι ἀπέθανες! Ἀρὰ) Συνών. ἀγριομήνυμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/