ἀδρόσιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδρόσιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδρόσιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀδρόσ’στος Εὔβ. (Αἰδηψ.) ἀνιδρόσ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δροσιστὸς<δροσίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δροσιζόμενος ἢ ὁ μὴ δροσισθεὶς σύνηθ.: Εἶναι τὸ λαρύγγι του ἀδρόσιστο Σίφν. κ.ἀ. || Φρ. Ἀγλύκαντος κι ἀδρόσιστος! (ἀρὰ) Λεξ. Βλαστ. 490 Καψοχειλιασμένος κι ἀδρόσιστος! (ἀρὰ) Βιθυν. Ἀρὲ ἀδρόσ’στε! (ἀρὰ) Αἰδηψ. || ᾎσμ. Κ᾿ ἔμεινε ἀδρόσιστη ἡ καρδιˬά κιˬ ό νοῦς χωρὶς φτερὰ ΜΜαλακάσ. Ἀσφόδ. 38. β) Δυστυχὴς, ταλαιπωρημένος Νάξ. κ.ἀ.: Ἄνθρωπος ἀδρόσιστος Νάξ. 2) Ὁ μὴ γενναιόδωρος ὀ φιλάργυρος (θὰ ἐσήμαινε κατ’ ἀρχὰς τὸν μὴ δροσίζοντα) Νάξ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἄνθρουπους ἀδρόσ’γους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA