ἀδροσοβόλητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδροσοβόλητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδροσοβόλητος ἐπίθ. ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 29.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δροσοβολητὸς<δροσοβολῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ δροσισθείς, ἀδρόσιστος: Ποίημ. Καὶ δυˬὸ μικρὲς κιˬ ἀβύζωτες χλωρὰ βοτάνιˬα κόβουν, χλωρὰ κιˬ ἀδροσοβόλητα, τὰ στήθηˬα νὰ γυτέψουν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA