ἁδροσύντυχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁδροσύντυχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁδροσύντυχος ἐπίθ. Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἁδροσυντυχαίνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὁμιλῶν ἠχηρῶς, μεγαλοφώνως: Ἄθρωπος ἁδροσύντυχος. 2) Ὁ ὁμιλῶν ἐν ὀργῇ, αὐστηρῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/