ἅδρυν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅδρυν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἅδρυν τό, Κύπρ. ἅρδυν Κύπρ. ἅγρυν Κύπρ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁδρύς, δι’ ὃ ἰδ. ἁδρός. ᾿Εκ τοῦ οὐδ. ἁδρὺ μέρος καὶ κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. μέρος μετετράπη τὸ ἐπίθ. εἰς οὐσ., κατ᾿ ἀναβιβασμὸν δὲ τοῦ τόνου ἕνεκα τοῦ μέτρου ἔγινε ἅδρυν, ἐξ οὗ ὁ τύπ. ἅγρυν τροπῇ τοῦ δρ εἰς γρ, περὶ ἧς πβ. ΣΜενάρδ. ἐν Ἀθηνᾷ 6 (1894) 160. Κατὰ ΒΦάβην ἐν Ἀφιερ. εὶς ΓΧατζιδ. 119 ἐκ τοῦ συννέβριν.
Σημασιολογία
Τὸ νοστιμώτερον, τὸ ἐκλεκτότερον μέρος τοῦ λαγωοῦ (τὸ σαρκῶδες κατὰ τοὺς μηροὺς μέρος, ὅπερ πράγματι εἶναι τὸ νοστιμώτερον. Πβ. καὶ Γιανναρ. Κρητικ. ᾂσμ. 450 στ. | «νὰ φάς ἀπὸ λαγοῦ μερὶ κι ἀπ᾿ ἀγριμιοῦ τὴ μέση»): ᾎσμ. Νὰ φάῃ ἀδρυν τοῦ λαοῦ, νὰ φά’ ὀφτὸν περτίτιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA