ἁδρύνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁδρύνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁδρύνω Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ἁδρένω Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Κύπρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἁδρύνω. Ὁ τύπ. ἁδρένω ἐκ τοῦ ἀορ. ἅδρυνα Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,295.
Σημασιολογία
1) Γίνομαι ἁδρός, χονδρός, μεστοῦμαι, συνήθως ἐπὶ καρπῶν καὶ σιτηρῶν Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Κύπρ.: Τοὺ σ᾿τάρ᾿ ἀδρένει Φιλιππούπ. Ὅσον ἔνι ἀνάρκα τὰ κρομμύδκια, τόσον ἁδρένουν Κύπρ. 2) Γίνομαι δριμύς, ταγγός, ταγγίζω, ἐπὶ βουτύρου, τυροῦ, ἐλαίου καὶ ἐν γένει λιπαρῶν οὐσιῶν, αἵτινες λαμβάνουν γεῦσιν δριμεῖαν, καυστικὴν Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): Τὸ βούτυρον-τὸ τυρὶν ὅσον τὸ στέκ’ ἀδρύν’ Τραπ. Τ’ ἐλᾴδιν ἔδρυνεν Κοτύωρ. Πβ. ἀδρεύω, ἀδρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA