ἀδυναμία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδυναμία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀδυναμία ἡ, κοιν. καὶ Ἀπουλ. Πόντ ἀδυναμιˬὰ Εὔβ. (Κύμ.) Θήρ. Κέρκ. Λέσβ. Παξ. Πελοπν. (Κυνουρ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀδυναμία. Ὁ τύπ. ἀδυναμιˬὰ καὶ παρὰ Πορτ.

Σημασιολογία

1) Ἔλλειψις δυνάμεως, ἀτονία σωματικὴ κοιν. καὶ Ἀπουλ. Πόντ.: Δὲν στέκω ’ς τὰ πόδια μου, δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω ἀπὸ τὴν ἀδυναμία κοιν. Γιὰ δέ τονε ἀδυναμία ποῦ τὴν ἔχει! Ἄνδρ. ᾿Ερρώστεσεν κ᾿ ἔ’ πολλὰ ἀδυναμίαν Πόντ. Ἀσ᾿ σὴν ἀδυναμίαν νὰ στέκ’ ᾿κ᾿ ἐπορεῖ αὐτόθ. 2) Συμπάθεια, συμπαθὴς διάθεσις σύνηθ. καὶ Πόντ.: Ἔχει μεγάλη ἀδυναμία ’ς τὴν κόρη του. Εἶχε ὁ μακαρίτης πολλὲς ἀδυναμίες ’ς τὰ παιδιˬά του. Ἔχει μεγάλη ἀδυναμία ’ς τὴ γυναῖκα του σύνηθ. Τρανὸν ἀδυναμίαν ἔ’ ’ς σὴ μικρέσσαν τὴν νύφεν ἀτ’ Πόντ. β) Τὸ ἀντικείμενον τῆς συμπαθοῦς διαθέσεως σύνηθ.: Εἶσαι ἡ ἀδυναμία μου. Τὰ παιδιˬά του ἦσαν ἡ ἀδυναμία του σύνηθ. Πβ. ἀγάπη 3. 3) Τὸ ἀδύνατον μέρος τῆς οἰκογενείας, αἱ πρὸς ὑπανδρείαν κόραι Κέρκ. Παξ. Πελοπν. (Κυνουρ.): Ἔχει ἀδυναμιὰ πολλὴ (ἔχει πολλὰ κορίτσια νὰ ὑπανδρεύσῃ) Κυνουρ. Ποτέ σου νὰ μὴ λές κακὸ γιˬὰ τὴν ἀδυναμιˬά, εἶναι μεγάλο κρῖμα Παξ. Βόηˬθα καὶ σὺ ᾿ς τὴν ἀδυναμιˬὰ (βοήθει καὶ σὺ τὰς κόρας, ὅπως ὑπανδρευθοῦν) Κέρκ. Πβ. ἀδυνασιˬά, ἀδυνατία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/