ἀδυνασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδυνασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀδυνασιˬὰ ἡ, ἀδυνασία Κάρπ. Πάρ. Σίφν. ἀδυνασιὰ Πάρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορών. Μεσσήν.) ἀδυνασὰ Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀδυνασία.

Σημασιολογία

1) Ἀδυναμία, ἀτονία ἔνθ’ ἀν.: Τί ἀδυνασιˬὰ ἔχει αὐτός! Καλάβρυτ. Ἔχω μεγάλη ἀδυνασιˬὰ, γιˬατρέ μου Πάρ. 2) Τὸ ἀδύνατον μέρος τῆς οἰκογενείας, αἱ πρὸς ὑπανδρείαν κόραι Πελοπν. (Μεσσήν.): Αὐτὸς ὁ πατέρας ἔχει ἀδυνασιˬά. Πβ. ἀδυναμία, ἀδυνατία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/