ἀδυνατεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδυνατεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀδυνατεύω Ἄνδρ. (Κόρθ.) ἀδυναστεύω Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀδύνατος. Ὁ τύπ. ἀδυναστεύω ἔχει τὸ σ κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ ἀδυνασιˬά.

Σημασιολογία

Ἀδυνατῶ, ἐξασθενῶ, ἰσχναίνω ἔνθ’ ἀν.: Γιατί ἀδυνάτεψες; Κόρθ. Χωρὶς φουσκὶ τί θέλεις νὰ γίνῃ; ἀδυνάστεψε ἡ γῆ (φουσκι=κόπρος) Οἰν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀδυναμιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/