ἀδυσκόλευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδυσκόλευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδυσκόλευτος ἐπίθ. Κρήτ. Σῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δυσκολευτὸς<δυσκολεύω.
Σημασιολογία
Ὁ δι᾿ ὅν δὲν παρέχονται δυσκολίαι, ὁ μὴ ἐμποδιζόμενος ἔνθ’ ἀν.: Τὸ νερὸ ’ναι ἀδυσκόλευτο σήμερο Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA