ἀέλαμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀέλαμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀέλαμος ὁ, Ἀστυπ. Ἰκαρ. Κύθηρ. Κύθν. Μεγίστ. Νάξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. ἀγέλαμος Ἰκαρ. Κρήτ. Τῆλ. ἀgέλαμος Κρήτ. Κῶς ἀίλαμος Κάλυμν. Κάρπ. Κρήτ. Κῶς ἀγίλαμος Κῶς ἀλέαμος Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἔλυμος.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. φυτὰ τῆς τάξεως τῶν ἀγρωστωδῶν (graminaceae) 1) Τῆς δημώδους οἰκογενείας τῆς ἀγριάδας, κτηνοτροφικά, ἰδίως κέγχρος ὁ Ἰταλικὸς (pamicum Italicum), ὁ ἔλυμος τῶν ἀρχαίων, καὶ κέγχρος ὁ κοινὸς (panicum miliaceum) ἔνθ’ ἀν. Συνών. κεχρί. 2) Εἴδη βρόμης α) Βρόμη ἡ ἥμερος (avena sativa) Νάξ. Χίος. Συνών. σιφωνάρι. ταγή. β) Βρόμη ἡ ἄστατος (avena fatua) Ρόδ. Σύμ. Συνών. ἀγριόβρομη 2, ἀ γριογέννημα 2. 3) Βρίζα ἡ σιτηρὰ (secale cereale) Μεγίστ. Συνών σίκαλι. 4) Γενικώτερον ὁ σανός, ἤτοι τὸ πρὸς τροφὴν τῶν ζῴων ξηρὸν χόρτον, ἢ τὸ γρασίδι, ἤτοι τὸ χλωρὸν χόρτον πρὸς τροφὴν τῶν ζῴων. β) Δεσμὶς χόρτων ξηρῶν ἀνηρτημένη ἐκ ράβδου ὅπως δεικνύῃ τὴν φορὰν τοῦ ἀνέμου κατὰ τὴν λίχνισιν τῶν σιτηρῶν Κρήτ.: Φρ. Ἐβάλανέ του τὸν ἀγέλαμο (τὸν ἔστειλαν εἰς τοὺς τέσσαρας ἀνέμους, τὸν ἀπέλυσαν τῆς ὑπηρεσίας. Β) Μεταφ. 1) Ἄνθρωπος ἰσχνὸς (ἡ μεταφ. ἐκ τῆς λεπτότητος τῆς καλάμης τοῦ ἐλύμου) Ἀστυπ. Νάξ. 2) Ἄνθρωπος ἐνοχλητικὸς (πιθανῶς ἐκ τῆς ζαλιστικῆς ἰδιότητος τῆς βρίζης).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA