ἀενάως

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀενάως

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀενάως ἐπίρρ. Κρήτ. ἀονάως Σῦρ. ἀναῶς Ζάκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάκων.) ἐνάως Κρήτ. (Κακοδίκ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίρρ. ἀενάως.

Σημασιολογία

Συνεχῶς, διαρκῶς ἔνθ’ ἀν.: Φυσᾷ ἀονάως ἀέρας Σῦρ. Ἀναῶς τὸ κάνει Λακων. Ἔχω θέρμη ἀναῶς Ζάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/