ἀκουμμέρκιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκουμμέρκιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκουμμέρκιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκ’μμέρκιˬαστους Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κουμμερκιˬαστός<*κουμμερκιˬάζω<κκουμμέρκι.
Σημασιολογία
1) Κυριολ. ἀτελώνιστος. 2) Μεταφ. ἀπερίσκεπτος: Αὐτὸς ἡ--ἄθριπους εἶναι dίπ ἀκ’μμέρκιˬαστους ᾿ζ τὴ δ᾽λ͜ειά τ᾽.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA