ἀερᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀερᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀεράτος ἐπίθ. Ἄνδρ. Κρήτ. (Ἡράκλ.) ἀγερᾶδος Μεγίστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὑσ. ἀέρας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶτος, παρ’ ἣν καὶ -ᾶδος.

Σημασιολογία

1) Ὁ προμηνύων ἄνεμον Μεγίστ.: Σύννεφο ἀγερᾶδο. Τὸ φεγγάρι ἦβγε ἀγερᾶδο. Συνών. ἀνεμικός. 2) Εὐκίνητος, εὔχαρις ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει μιὰ κόρη ἀεράτη Ἄνδρ. Γυναῖκα ἀεράτη Ἡράκλ. Πβ. ἀερικᾶτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/