ἀερικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀερικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀερικὸ τό, ἀερικὸν Κάρπ. Πόντ. (Οἰν.) Φολέγ. Χίος ἀγερικὸν Κῶς Πόντ. (Οἰν.) Χίος ἀερικὸ Ἀντικύθ. Ζάκ. Κρήτ. Νάξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βαλτέτσ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Μάν. Σπάρτ. κ.ἀ.) Σαλαμ. Σύμ. κ.ἀ. ἀγερικὸ Βιθυν. Θρᾴκ. (Σηλυβρ) Κεφαλλ. Κύθν. ἀιρ’κὸ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν) Λέσβ. ἀγιρ’κὸ Βιθυν. (Κατιρ.) Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀλερικὸν Πόντ. ἀρικὸν Κύθν.-ΑΚορ. Ἄτ. 2,66 ἀρικὸ Σέριφ. Σῦρ. ναρικὸν Κύθν. ἀρ’κὸς ὁ, Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀερικός. Οἱ τύπ. ἀερικὸν καὶ ἀρικὸν καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἀρικὸν καὶ μεσν. Πβ. Καναβ. 44,19 «κεραυνὸς δέ ἐστιν, ὅπερ οἱ ἰδιῶται λέγουσιν. ἀρικὸν» πιθανῶς κατ’ ἐπίδρασιν καὶ τοῦ ἀρός, ὃ ἰδ. Πβ. .Κ’ Αμαντ. ἐν Χιακ. Χρον. 2 (1914) 113.
Σημασιολογία
1) Ἀέρας, ἡ ὑγιεινὴ κατάστασις, τὸ κλῖμα τόπου τινὸς Μεγίστ. Πόντ. (Οἰν; κ. ἀ.): Ἐπῆγεν ἐκεῖ γιˬὰ τ’. ἀερικὸ Μεγίστ. 2) Ἄνεμος σφοδρὸς Μύκ. Σῦρ Χίος: Τώρᾳ ἔχ’ ἀγερικὸ Μύκ. Ἤκαμε ἕνα ἀγερικό! Σῦρ. Πβ. ἀνεμοδούρα, φυσούρα. β) Σίφων, ἀνεμοστρόβιλος Φολέγ. Χίος: Ἀγερικὸ περνᾷ Χίος. γ) Καταιγίς, βροχὴ ραγδαία καὶ καταστρεπτικὴ Κύθν. Σάμ. Σέριφ. Σῦρ. Φολέγ. Χίος: Ἔκαμεν ὁ θεὸς ἀρικὸν Κύθν. Μωρὲ ἀρικὸ ποῦ ’καμε! Σέριφ. 3) Πνεῦμα, δαιμόνιον κακοποιὸν προσβάλλον τοὺς ἀνθρώπους καὶ γινόμενον πρόξενον παθήσεων, οἷον ἐπιληψίας, φρενοβλαβείας κττ. σύνηθ. καὶ Πόντ.: Τό ’χε ὁ ἥσκιˬος του κι ἀπάνταγε τ’ ἀερικὰ Σπάρτ. Ἀπ᾿ ἀερικὸ μὄρθε αὐτὸ τὸ κακὸ Καλάβρυτ. Πέρασε τ᾿ ἀγερικὸ Λακων. Χτυπήθ’κι ἀπ’ ἀιρ’κὸ Ζαγόρ Τὸ παιδὶ ἔλαβε ἀπὸ ἀερικὰ Μάν. Τὸν ηὗρεν ἀγερικὸ Χίος Τὰ στοιχε͜ιὰ καὶ τ’ ἀερικὰ κυνηγᾶνε τοὺς νεόπαντρους Βαλτέτσ. Τί ἀγερικὸ ποῦ ’ναι αὐτείνη, πορπατεῖ καὶ κρένει! (ἐπὶ γυναικὸς) Βιθυν. || Ποίημ. Τοὺς πλανταγμένους νεˬοὺς γελοῦνε | τ᾿ ἀερικά, τ᾿ ἀνεμικὰ ΙΓρυπαρ Σκαραβ. 55. Συνών. ἀέρι 4. β) Νυκτερινὸν φάντασμα Ἀρκαδ. γ) Πληθ., νεράιδες Σίκιν. 4) Βλαβη, πάθησις, νόσος νευρικὴ ὑπὸ κακοποιοῦ πνεύματος προξενουμένη σύνηθ.: Οἱ γιˬατροὶ δὲν ξέρουν νὰ γιˬάνουν τ’ ἀερικὰ Θρᾴκ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. β) Ἐπιληψία Σύμ. κ.ἀ.: Ἔχει ἀερικὸν ’πάνω του Σύμ. γ) Φρενοβλάβεια Κάρπ. Μεγίστ. κ.ἀ.: Ἀρικὸ τὸν ηὗρεν (ἐπὶ παθόντος τὰς φρένας) Κάρπ. δ) Νόσος λεχοῦς Λέσβ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) Συνών. ἀέρας 8 β. ε) Παράλυσις μέλους τινὸς τοῦ σώματος Ἤπ. ς) Πληθ., ρευματισμοὶ Τῆν. ζ) Ἐρυσίπελας Ἤπ. 5) Πληθ., πτηνὰ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA