ἀερινάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀερινάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀερινάδα ἡ, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀερινός.
Σημασιολογία
Δρόσος, αὔρα: Σήμερο εἶν᾽ ἀερινάδα. || ᾎσμ. Καὶ τὸ πρωὶ σηκώνεται μὲ τὴν ἀερινάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA