ἀερινίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀερινίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀερινίζω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀερινός.
Σημασιολογία
1) Ἀμτβ. εἶμαι εὐάερος: Ὁ τόπος ἀερινίζει. β) Δροσίζω, συνήθως κατὰ γ’ πρόσ.: Κάτσε ὥστε νὰ ἀερινίσῃ. 2) Μετβ. καθιστῶ τι δροσερον: Τὰ δεdρὰ ἀερινίζου dὸ dόπο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA