ἀλεποκοίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεποκοίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀλεποκοίτης ὁ, ἀλωποκοίτης Λεξ. Λεγρ. ἀλουποτοίτης Κύπρ.’λουπ-πατσοίτης Λεξ. Λεγρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀλεποῦ καὶ κοίτη.
Σημασιολογία
Ι) Κοίτη, φωλεὰ τῆς ἀλώπεκος Κύπρ. Συνών. ἀλεπότρυπα, ἀλεποφωλεˬὰ.Πβ. ἀλεπόστηλο. ΙΙ) Φυτόν, τοῦ ὁποίου τὰ σπέρματα ξηρὰ προσκολλῶνται ἐπὶ τοῦ τριχώματος τῆς ἀλώπεκος (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν. Λαογρ. 9 <1926> 445), παιωνία ἡ κοραλλιόχρους (paeoniacorallina) τῆς τάξεως τῶν βατραχιωδῶν (ranunculaceae) ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀλεπόχορτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA