ἀγρίωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγρίωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγρίωμα τό, Ἤπ. Κέρκ. Πόντ. (Ὄφ.) Σίφν. ἄγριˬωμα Πελοπν. (Ἀρεόπ. Καρδαμ. Λακων.) ἄιγρωμα Πελοπν. (Μάν.) ἀγρίωμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἄγρωμαν Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.) ἄργωμαν Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ρ. ἀγριῶ. Ὁ τύπ. ἄιγρωμα προῆλθεν ἐκ τοῦ ἄγριˬωμα κατ᾿ ἐπένθεσιν τοῦ ι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Τόπος ἄγριος, χέρσος, πλήρης ἀγρίων χόρτων, κατάλληλος πρὸς βοσκὴν ζῴων Πελοπν. (Ἀρεόπ. Καρδαμ. Λακων. Μάν.) κ.ἀ.: Τὸ χωράφι μου εἶναι ἄγριωμα Λακων. Τὰ πρόβατα τελε͜ιώσανε τὸ ἄγριωμα ποῦ βόσκανε (ἔφαγαν ὅλα τὰ ἄγρια χόρτα τοῦ χέρσου τόπου) Καρδαμ. Ἀπ᾿ ἀρχὴ κ᾿ ἔπαλα τὰ εἴχαμε τ᾽ ἀγριώματα (ἔπαλα=ἔκπαλαι) Μάν. Πβ. τὸ ἀρχ. ρ. ἀγριῶ ἐπὶ τόπου λεγόμενον, οἷον «ὁ τόπος ἀκάνθαις, βάτοις καὶ ἀρκεύθῳ ταπεινῇ καὶ σκολύμοις ἠγρίωτο» (ἰδ. Θησαυρ. λ. ἀγριόω). Συνών. ἀγριάδα (Ι)1, ἀγρίδι (Ι) 3. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἄγριˬωμα τοπων. Γύθ. β) Ἄκρον ἀγροῦ χέρσον Σίφν. 2) Ἐξαγρίωσις, ἐξερέθισις Ἤπ. Πόντ. (Κοτύωρ): Μ’ ἔκαμε ἕνα ἀγρίωμα τρομερὸ Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. 3) Τὸ πτοεῖν τινα διὰ τοῦ ἐπισείειν φάσματα καὶ ὁ ἀπὸ τῶν φασμάτων φόβος καὶ δὴ ἐν νυκτὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Τ᾿ ἄγρωμαν καλὸν ᾿κ᾿ ἔν᾽ (δὲν εἶναι καλὸν) Τραπ. Ἀς τ᾿ ἀγρίωμαν κἄτ’ ἔπαθεν κ᾿ ἐρρώστεσεν αὐτόθ. Ἀγρίωμαν ντὸ ἔν᾽ ἐγὼ ᾿κ᾿ ἐξέρ’ ἀτο (ἐγὼ δὲν ἠξεύρω τί εἶναι φόβος ἐν ὥρᾳ νυκτὸς) Χαλδ. Πβ. ἀγριώνω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA