ἀγριώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγριώνω Δαρδαν. Ζάκ. Ἤπ. -Λεξ. Περίδ. κ.ἀ. ἀγριγιˬώνω Πόντ. (Κερασ.) ἀγρνω Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀγρώνω Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) ἀργάνω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ.) ἀρκών-νω Κύπρ. Μέσ. ἀγρεῖμαι Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ρ. ἀγριῶ. Ὁ τύπ. ἀγριώνω ἤδη παρὰ Διγεν. Ἀκρίτ. στ. 2745 (ἔκδ. SLambros 223). Διὰ τὸν τύπ. ἀρκών-νω πβ. τὸ μεσν. ἀγριώννω ἐν Stud. Bizant. 2 (1927) 275.
Σημασιολογία
1) Μετβ. ἐξαγριῶ, παροξυνῶ, ἐρεθίζω Ἤπ. Κύπρ. Πόντ. (Κοτύωρ): ᾎσμ. Ποῦ τοῦ ᾿γροικᾷ ὁ Διενὴς ἀρκώθην τσ’ ἐθυμώθην Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Διγεν. Ἀκρίτ. ἔνθ᾽ ἀν. «τοῦτα ’πεν καὶ τὸ ἄλογο ἀγριώνει καὶ λαλεῖ το». Καὶ ἀμτβ. ἐξαγριοῦμαι, παροξύνομαι, ἐρεθίζομαι Δαρδαν. Ἤπ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν κ.ἀ.): Ὁ δεῖνα ὅσον πάει ἀγρνει Οἰν. 2) Προξενῶ φόβον μάλιστα εἰς μικρὰ παιδία διὰ φωνῶν ἢ ἐπισείων φάσματα Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ντ’ ἄγρνεις τὸ μωρόν; (διατί τρομάζεις τὸ νήπιον; Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου εἰς τὸ ἄγρνεις διὰ τὸ προηγούμενον ἐρωτηματικὸν ντό;) Κερασ. Ἔξ’ σκοτία ἔν’ καὶ ἀργοῦμαι (ἔξω εἶναι σκότος καὶ φοβοῦμαι) Κοτύωρ. Μαναχὸς ἐπέμ’να ᾽ς σ᾽ ὁσπίτ’ κι ἀγρεῖμαι (μόνος ἀπέμεινα εἰς τὸ σπίτι καὶ φοβοῦμαι.) Χαλδ. Νύχτα ἔτον κ᾿ ἐργῶθα (ἧτο νὺξ καὶ κατελήφθην ὑπὸ φόβου) Κοτύωρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA