ἀγροΐζου

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγροΐζου

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγροΐζου Τσακων. ἀγραΐζου Τσακων.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου. Κατὰ τὸν ΜΔέφνερ Λεξ. Τσακων. σχετιστέον πρὸς τὰ ἀγρέω, ἀγρεύω.

Σημασιολογία

1) Ἱππεύω. β) Μεταφ. ἐπιβαίνω, βινῶ: Ὁ δεῖνα ἑρέτζε τὴν δεῖνα τἄτσου ὸ ρομάνι τζαὶ νι ἀγροΐε (ἑρέτζε=εὗρε, τἄτσου=ἔξω, ρομάνι=δάσος). Συνών. καβαλλικεύω. 2) Ἀνέρπω, ἀναρριχῶμαι: Ἀγροΐα τὸν τοῖχο – τὸ δεντζικὸ - τοὺ βράχοι (ἀνερριχήθην εἰς τὸν τοῖχον - τὸ δένδρον - τοὺς βράχους). 3) Ἀρπάζω καὶ ρίπτω χαμαί: Ἀγρόϊσε νι (νι=αὐτόν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/