ἀγροίκητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγροίκητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγροίκητος ἐπίθ. Κρήτ. (Ἔμπαρ.) Κύθηρ. Μῆλ. Πελοπν. (Λακων.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Ρόδ. Σύμ. -ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 158 -Λεξ. Περίδ. ἀναγροίκητος Ζάκ. Καππ. (Σίλ) ἀγροίκιστος Μύκ. Πόντ (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀγροίτσιστος Ἄνδρ. ἀναγροίκιστος Καππ. (Σινασσ.) ἀνεγροίκιστος Πόντ. (Σάντ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀγροικητὸς<ἀγροικῶ τοῦ ἀρκτικοῦ ἀ διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου λαβόντος σημ. στερήσεως. Οἱ εἰς -ιστος τύπ. κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρ. παραγόμενα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Α) Παθ. 1) Ὁ μὴ ἀκουόμενος ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἀκουσθῇ ἐνιαχ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ παρὰ Βλάχ. β) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἐννοηθῇ, ἀκατανόητος ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Κ ’ εἶν᾽ ἐκεῖνοι λόγοι ἀγροίκητοι | καὶ μονάχα τοὺς γροικᾷ σφραγισμένος ὅπο͜ιος εἶναι | μὲ σφραγῖδα μυστικε͜ιὰ 2) Πρωτάκουστος, πρωτοφανής, παράδοξος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀγροίκιστον δουλεία ἔτον (παράδοξος πρᾶξις ἦτο) Κερασ. Ἀγροίκιστα δουλείας εὐτάς (περίεργα πράγματα κάμνεις) Χαλδ. Β) Ἐνεργ. 1) Ὁ μὴ νοῶν, ὁ μὴ ἀντιλαμβανόμενος, ἀνόητος Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Μὲ τ᾽ ἐσὲν τὴν ἀγροίκιστον ἄλλο ’κὶ καλατζεύω (μὲ σὲ τὴν ἀνόητον δὲν ὁμιλῶ πλέον) Κοτύωρ. Ντ’ ἄγροικιστος ἄνθρωπος εἶσαι! (τί ἀνόητος κτλ.! Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου εἰς τὸ ἄγροικιστος διὰ τὸ προηγούμενον ἐρωτηματικὸν ντό) Τραπ. 2) Ὁ μὴ αἰσθανόμενος, ἀναίσθητος, μάλιστα ἐπὶ κοιμωμένου Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.): Τί ὕπνο κοιμᾶται, ἄνο͜ιωτος, ἀγροίκητος! Ἄνο͜ιωτος κι ἀγροίκητος ἔπεσε. Συνών. ἀδιˬάνο͜ιωτος, ἀλάλητος, ἀνανόητος, ἀνόητος, ἄνο͜ιωστος. 3) Ἀπειθής, παρήκοος Ἄνδρ. Κρήτ. Κύθηρ. Μῆλ. Μύκ. Σύμ.: Παιδὶν ἀγροίκητο Σύμ. Ὁ γιˬός μου εἶναι περίσσια ἀγροίκητος Μῆλ. Συνών. ἄγροικος 1. β) Ἀμετάπειστος, ἰσχυρογνώμων Κρήτ. (Ἔμπαρ.) 4) Τραχὺς τοὺς τρόπους, σκαιός, ἄξεστος, βάρβαρος Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Τέτοιον ἀγροίκητο ἄνθρωπο δὲν ἔχω ἰδεῖ Λακων. || ᾎσμ. Σαρακηνοὶ ἀγροίκιστοι κρατοῦν τὰ παραστάρ (παραστάρ=παραστάδες. Ἐκ μοιρολ.) Πόντ. (Κερασ.) Συνών. ἀγροῖκος (Ι) Ι 1. β) Τραχύς, σκληρός, ἄωρος, ἐπὶ καρπῶν Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.): Ἀγροίκιστον ἀπίδιν Κερασ. Πβ. ἀγρούστιν 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA