ἀγροικιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγροικιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγροικιˬὰ ἡ, (ΙΙ) ἀμάρτ. ᾽γροιτιˬὰ Κύπρ. ᾿γρατιˬὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγροικῶ ὑποχωρητικῶς

Σημασιολογία

1) Ἄκουσμα, φήμη, διάδοσις: Τούτ’ ἡ ᾽γρατιˬὰ ποῦ ἀκούστη σήμ-μερα νὰ δοῦμεν εἶντα κακὰ ἐν-νὰ μᾶς φέρῃ. 2) Φωνὴ: Οὔσ-σου, νὰ δοῦμεν τούτ᾿ ἡ ᾿γρατιˬὰ ποῦθε βκαίν-νει! (σιωπή, νὰ ἴδωμεν πόθεν προέρχεται αὐτὴ ἡ φωνή!) || Φρ. Ἐν ἔβκαλεν μήτε φωνήν μήτε ᾿γροιτιˬὰν (ἔμεινεν ἄναυδος). Συνών. φρ. δὲν ἔβγαλε μήτε μιλιὰ μήτε λαλιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/