ἀγροικιˬάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγροικιˬάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγροικιˬάζομαι Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀγροικιὰ (τὸ ἀκούειν), πβ. ἐννοιάζομαι, ᾿νο͜ιάζομαι ἐκ τοῦ ἔννο͜ια, ἢ ἐκ τοῦ ρ. ἀγροικῶ κατὰ τὸ συνών. ἀφτιάζομαι, ὃ ἰδ.

Σημασιολογία

Ὠτακουστῶ: Αὐτὸς ἀγροικιˬάζεται. Συνών. ἀφτιˬάζομαι, βάζω τ᾿ ἀφτὶ (ἰδ. ἀφτί).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/