ἀγροῖκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγροῖκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγροῖκος ἐπίθ. (Ι) ἄγροικος πολλαχ. ἄγροικους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀγροῖκος λόγ. κοιν. ἀνάγροικος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) ἀνάγροικους Σάμ. κ.ἀ. ἀνέγροικος Βιθυν. Θρᾴκ. (Κεσάν. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) ἀνέγροικους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’νέγροικους Μακεδ. ἀγροικὸς Ἤπ. Κέρκ. Πόντ. (Σάντ.) ἀgροικὸ Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄγροικος. Ὁ τύπ. ἀγροικὸς κατ᾽ ἐπίδρασιν τῶν πολλῶν εἰς -κὸς ἐπιθ. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 127. Διὰ τὴν ὀξυτονίαν πβ. καὶ τὸ μεταγν. ἀγροικικός.
Σημασιολογία
Ι) 1) Τραχὺς τοὺς τρόπους, σκαιός, ἄξεστος λογ. κοιν.: Τί ἀγροῖκος ποῦ εἶναι! κρῖμα ποῦ ξέρει καὶ γράμματα. Ἡ σημ. αὕτη καὶ ἀρχ. Συνών. ἀγροίκητος Β4, χωριάτης. β) Τραχύς, σκληρὸς Ἤπ.: Φόρεμα ἄγροικο. Πβ. τὸ παρὰ Πολυδ. 7, 48 «τραχὺ καὶ ἄγροικον ἱμάτιον» γ) Ἄγριος, ἐπὶ φυτῶν καὶ ζῴων Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ): Χόρτα ἀgροικὰ Μπόβ. Λάχανα ἀgροικὰ Ἀπουλ. Βίδιν ἀgροικὸ (ἄγριος βοῦς) Καλημ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Φωσκόλ. Φορτουν. πρᾶξ. Β στ. 43 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «βουβάλι κακορρίζικο καὶ ἄγροικο ἀπ᾿ τὰ μουντάνια». 2) Ὁ μὴ νοῶν, ὁ μὴ ἀντιλαμβανόμενος, ὁ ἄπειρος πολλαχ.: Τοὺ πιδὶ εἶνι ἀνέγροικου ἀκόμη Αἰτωλ. Εἶσι ἀνέγροικους ἀποὺ τέτο͜ιις δ’λε͜ιὲς αὐτόθ. β) Οὐσ. ὁ βαθὺς ὕπνος (ἐκ τῆς φρ. εἶμαι ἀνέγροικος): Νὰ πάς ’ς τὸν ἀνέγροικο! (ἤτοι εἰς τὸν αἰώνιον ὕπνον, ἀρχ. «ὄλοιο!», «ἐς κόρακας!», Ἀρὰ) Βιθυν. ΙΙ) Συνεσταλμένος, δειλὸς (ἐκ τῆς σημ. τοῦ ἐν τοῖς ἀγροῖς μακρὰν τῆς τῶν ἀνθρώπων κοινωνίας ζῶντος, ἣν είχε τὸ ἐπίθ. παρ’ ἀρχ.) Πόντ. (Σάντ) Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἄγροικος καὶ ἐπών. Ἄνδρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA