ἀγροῖκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγροῖκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγροῖκος ἐπίθ. (ΙΙ) ἀμάρτ. ἀγροῖκους Μακεδ. (Καταφύγ) ἀγροίκας Μακεδ. (Σιάτ)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄγροικος (ὁ μὴ νοῶν) νομισθέντος συνθ. μετὰ τοῦ στερητ. ἀ- ἐγεννήθη *ἀγροικός, ὅθεν ἀγροῖκος κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἀγροῖκος (Ι). Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 9 (1912/3) 50.

Σημασιολογία

1) Νοήμων, νουνεχὴς Μακεδ. (Σιάτ.) 2) Ὁ προαισθανόμενός τι, ὁ μαντεύων περί τινος Μακεδ. (Καταφύγ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/