ἀγροικῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγροικῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγροικῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀδροικῶ Κύπρ. ἀθροικῶ Κύπρ. ἀροικῶ Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων.) ἀγροικοῦ Πελοπν. (Μάν.) ἀγρζοικοῦ Τσακων. ἀγροικάω πολλαχ. ἀγροικάου Β. Εὔβ. Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἐγροικῶ Καρ. (Μύλασς.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Χίος (Καρδάμ.) κ.ἀ. ᾿γροικῶ σύνηθ. καὶ Καππ. (Σίλ. Σινασσ. Φάρασ.) Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. Σινώπ.) ᾿δροικῶ Κρήτ. Κύπρ. ’βροικῶ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ᾿γοιοικῶ Σαμοθρ. ’γροικοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿γροικάω Εὔβ. (Κύμ) κ.ἀ. Ἀόρ. ἐνεργ. ᾿γροίσκα Καππ. (Σίλ.) Ἀορ. παθ. ἀγροικίστη Πελοπν. (Λάστ.) Μετοχ. ἀγροικισμένος Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἐγροικισμἑνος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ᾿γροικισμένος Κρήτ. Πόντ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀγροικός. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 9 (1912/3) 50. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. (λ. γρικεῖν καὶ γροικεῖν). Οἱ τύπ. ἐγροικῶ καὶ ’γροικῶ ἤδη ἐν Χρον. Μορ. στ. 2692 καὶ 5350 (ἔκδ. JSchmitt 180 καὶ 349). Τὸ ἀδροικῶ ἔτρεψε τὸ γ εἰς δ κατ᾿ ἀνομ., τὸ δὲ ἀροικῶ ἀπέβαλε τὸ γ ἐπίσης κατ᾿ ἀνομ Πβ. ΓΧατζιδ. ἔνθ’ ἀν. 49. Διὰ τὸν σχηματισμὸν τοῦ τύπ. ’γοιοικὥ ἰδ. AHeisenberg ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 97. Πβ. ἐπίσης ΒΦάβη Γλωσσ. Ἐπισκ. 45 κἑξ. καὶ ΣΞανθουδ. Ἐρωτόκρ. 534.
Σημασιολογία
1) Ἐννοῶ, καταλαμβάνω, ἀντιλαμβάνομαι σύνηθ. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Οἰν.Ὄφ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.): Ὅσα τοῦ εἶπα δὲν τ’ ἀγροίκησε Πελοπν. Ἄρχισε νὰ γροικάῃ (ἐπὶ νηπίου) Ἤπ. Τοῦ κουρίτσ’ δὲ γροίκ’σι ἀκόμα (δὲν ἦλθεν εἰς ἡλικίαν τοιαύτην, ὥστε νὰ ἐννοῇ) Αἰτωλ. Δὲ ᾿γροικᾷς τί σοῦ γίνεται! Χίος Αὐτὰ τὰ ροῦχα δὲν μπουρῶ νὰ ἀγροικήσου τίνους εἶνι Μακεδ. (Κοζ.) ᾿Κ᾿ ἀκοῦς καὶ ᾿κὶ ᾿γροικᾷς (οὔτε ἀκούεις οὔτε ἐννοεῖς. Τὸ ᾿κ᾿ κούς ἀντὶ τοῦ ᾽κὶ ἀκούς) Οἰν. Ἐγροίκεσεν πῶς ἐμέρωσεν (ἐνόησεν ὅτι ἐξημέρωσεν) Κερασ. Ἐντῶκ’ ἀτον ὀμμάτ’ κ’ ἐκεῖνος ἐγροίκ’σεν ντ᾿ ἐθέλ’να (τῷ ἔνευσα καὶ ἐκεῖνος ἐνόησε τί ἤθελον) Χαλδ. Ἐγροίτσεσες ἐχτὲς τ᾿ ἀνάσεισμα; (ἀντελήφθης χθὲς τὸν σεισμόν;) Ὄφ. || Παροιμ. Ὁ Γύφτος ὅσο ἀγροικάει ᾿ς τὸ ντουλάπι του τυρί, δὲν τοῦ πάει ὕπνος (ἐπὶ λαιμαργίας) πολλαχ. || ᾎσμ. Ἡ κάλη του ἐγροίκανεν ἀς τοῦ πουλλί’ τὰ γλώσσας (ἡ καλή του, ἤτοι ἡ σύζυγός του, ἐνόει ἀπὸ τὴν γλῶσσαν τῶν πτηνῶν) Κερασ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ ἐν τῷ Χρον. Μορ. στ. 2692 (ἔκδ. JSchmitt σ. 180) «ἐπεὶ ἔπρεπε νὰ τὸ ἐξεύρετε καὶ νὰ τὸ ἐγροικᾶτε». Ἡ μετοχ. ἐπιθετ., νουνεχής, συνετὸς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Πολλὰ ἐγροικισμένον παιδὶν ἔν᾿ (εἶναι) Χαλδ. || Γνωμ. Μὲ ᾿γροικισμένους ἀνθρώπους νὰ κάθεσαι Χαλδ. β) Προαισθάνομαι, μαντεύω Κέρκ. Ἀγροίκησε τὸ θάνατό του. Πβ. ἀγροῖκος (ΙΙ). γ) Κρίνω Πόντ. (Τραπ.): Πῶς ἐγροικᾷς ἐσὺ τὰ λόγιˬα ᾿τ᾿; (ποίαν γνώμην ἔχεις περὶ τῶν λόγων του;) δ) Εἰκάζω, συμπεραίνω Πόντ. (Τραπ): Ντ’ ἔγροικᾳς ἀσ’ σὰ δουλείας ἀτ’; (τί εἰκάζεις ἀπὸ τὰ ἔργα του; Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου εἰς τὸ ἔγροικᾳς διὰ τὸ προηγούμενον ἐρωτηματικὸν ντό) ε) Γνωρίζω, ἀναγνωρίζω Μακεδ. (Κοζ.) κ.ἀ. : Ἦρτιν οὑ ἄντρας μ᾽ ἀποὺ τὴν ξινιτειὰ κὶ δὲ μ’ ἀγροίκ’σι, μὰ ἰγὡ τοὺν ἀγροίκ’σα Κοζ. ς) Εἶμαι ἱκανός, ἐπιτήδειος πρός τι, ἐν ἀρνητικαῖς προτ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Βελβ.): Δὲ ᾿γροικάει δυὸ γουμάρια ἄχιρου νὰ μοιράσ’ Βελβ. (συνών. φρ. δὲ νογάει, δὲ νοιώθει, δὲν ξέρει, δὲν καταλαβαίνει, δὲ μπορεῖ). Δὲ ’γροίκησα νὰ ὠφεληθῶ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν περίστασι Σαρεκκλ. Συνών. φρ. δὲ στάθηκα ἄξιος κτλ. (ἰδ ἄξιος). ζ) Μέσ. συνεννοοῦμαι Ἤπ. Λῆμν. -ΓΒλαχογιάνν. Ἀρχ. 2, 7 καὶ 86: Ν’ ἀγροικηθῇ καθεὶς καὶ μὲ τοὺς στρατιῶτές του ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. ’Γροικηθήκ’τιν μὶ τοὺν ν’κουκύρ᾿ πόσου θὰ τουν πληρώνουμ’; Λῆμν. 2) Ἐνεργ. καὶ μέσ. αἰσθάνομαι Κέρκ. Κρήτ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ.) Σάμ. κ.ἀ.: Ἀγροικῶ ἕναν πόνο ᾿ς τὴν πλάτη μου Παξ. Δὲ ᾽γροικῶ τὸ κορμί μου ἀποὺ τὸ gόπο Κρήτ. Δὲ ᾿γροικῶ τὰ πόδιˬα μου ἀποὺ τὰ ζάλα ἁπού ᾿καμα (δὲν αἰσθάνομαι ὅτι ἔχω πόδια ἀπὸ τὰ βήματα ποῦ ἔκαμα) αὐτόθ. Δὲν ἀγρο͜ικειῶμαι καλὰ (δὲν αἰσθάνομαι ἐμαυτὸν ὑγιᾶ) Κέρκ. Πῶς ἀγρο͜ικειέσαι ἀπὸ παράδες; ἔχεις; (πῶς αἰσθάνεσαι τὸν ἑαυτόν σου ὡς πρὸς τὰ χρήματα; ἔχεις;) Ἀρκαδ. Ἀγροικάει νερὸ ὁ τόπος (ἀναδίδει ὑγρασίαν ὑπογείως, ἤτοι αἰσθάνονται οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου ὑγρασίαν ἀναδιδομένην ἐκ τῆς γῆς) Καλάβρυτ. β) Παθ. γίνομαι αἰσθητὸς Κίμωλ.: Ἀγέρας ἐπὰ χάμω δὲ ᾿γροικε͜ιέται. 3) Ἔχω τὴν αἴσθησιν τῆς ἀκοῆς, ἀκούω, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ.) Τσακων.: Εἶναι κουφός, δὲ γροικᾷ Σέριφ. Τόση ὥρα σὲ φωνάζω καὶ δὲν ἀγρο͜ικᾷς Πελοπν. Μιλῶ σου ᾽γώ, μὰ δέ με ᾽γροικᾷς Κρήτ. Δὲ ᾽δροικῶ κἀμμιὰ ἀθιβολὴ (ὁμιλίαν) αὐτόθ. ᾿Γροικῶ τῶν ἀθρώπω πῶς μὲ τὴν ἄλλη παπορεὰ ἦρχες (ἀκούω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὅτι μὲ τὸ προτελευταῖον ἀτμόπλοιον ἦλθες. Διὰ τὴν σύνταξιν πβ. τὸ ἀρχ. «ἀκούειν τινὸς») Σίφν. Κιούφουρ ἔσσι; ἐφωνιᾶ ντι τζ’ ὦσσ᾽ ἀγρζοικοῦ; (κοιμᾶσαι; σὲ ἐφώναξα καὶ δὲν ἀκούεις;) Τσακων. Ἐπά ᾽ὲν ἠγροικήθηκε καθόλου κεχρὶ (οὐδεμία εἴδησις περὶ εἰσαγωγῆς ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ κέγχρου ἠκούσθη ἐνταῦθα) Σίφν. Ἔχω ᾿γροικημένα πῶς ᾿ς τὸ μεγάλο σεισμὸ ἐσκοτωθήκανε πολλοὶ Κρήτ. || Φρ. Ὁ δεῖνα ἀγροικᾷ γιὰ τὸν πάππο του (φέρει τὸ ὄνομα τοῦ πάππου του). Ἡ χρῆσις αὕτη φέρεται καὶ εἰς παλαιότερα γραπτὰ μνημεῖα. Πβ. ΛΖώη Συντεχν. 4 «ὁ ναὸς νὰ ἀγροικᾶται πάντοτε γιὰ τὸν μαραγγὸν» (ἤτοι νὰ φέρῃ τὸ ὄνομα τῆς συντεχνίας τῶν ξυλουργῶν) Σῦρ. Αὐτά, ποῦ μοῦ λές, τ’ ἀγροικῶ ᾿γὼ ’ς τὸν ἀκλήδονα (ἀδιαφορῶ τελείως διὰ τοὺς λόγους σου) Σέριφ. Εἶναι ’ς τὴν Πόλι ἀγροικισμένος (εἶναι ἐξακουσμένος εἰς ὅλον τὸν κόσμον, περιβόητος) Μάν. Εἶναι ἀγροικημένη αὐτὴ ἠ νέα (δὲν εἶναι ἁγνή, εἰναι διακεκορευμένη, κυρίως ἔχει κακὸν ὄνομα, εἶναι δυσφημισμένη. Συνών. φρ. εἷναι ἀκουσμένη) Πελοπν. (Καλάμ.) || Παροιμ. φρ. Ἐγιˬὼ μιλῶ κ᾽ ἐγιˬὼ ᾿γροικῶ (ἐπὶ τῶν μὴ εἰσακουομένων) Καρπ. || ᾎσμ. Ἐξέην τ᾽ ἄχτος τῆς φατεᾶς μακρὰ ὡς ίλιˬα μίλιˬα, ἑξέην τσ᾿ ἡ φωνούλ-λα του ἄλλο ᾽κατὸν πεήντα, οἱ χωρκανοὶ ποῦ τὸ ᾽δροικοῦν πολλὰ ἐφοηθῆκαν (ἔφθασεν ὁ ἦχος τῆς πληγῆς, τοῦ κτυπήματος, τοῦ Διγενῆ δηλαδή, μέχρι χιλίων μιλίων, ἔφθασε καὶ ἡ φωνὴ τοῦ πληγέντος μέχρις ἑκατὸν πεντήκοντα καὶ οἱ χωρικοὶ ἀκούσαντες τοῦτον κατελήφθησαν ὑπὸ μεγάλου φόβου) Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Ἰδ. Δουκ. ἐν λ. γρικεῖν καὶ γροικεῖν. β) Παθ. ἀπροσ., ἀκούεται, γίνεται γνωστὸν Σῦρ.: Ἀγροικε͜ιέται πῶς ἔχου ἀλλοῦ δουλε͜ιά. 4) Ὑπακούω, πείθομαι Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάστ. κ.ἀ.) Σέριφ. Σίφν Σύμ κ.ἀ.: ᾽Γροίκα μου, μωρὲ παιδί μου, γιατὶ θά το μετανοιώσῃς Κρήτ. ᾽Γροίκα μου ποῦ σοῦ λέω καὶ ᾽ὲ χάν-νεις (᾽ὲ=δὲν) Σίφν. Ἐ γροικᾷ κἀενοῦ ὁ πειρασμός! (δὲν ὑπακούει εἰς κἀνένα ὁ διάβολος! Ἐπὶ ἀπειθοῦς παιδίου) αὐτόθ. ᾿Γροίκα τὸν καιρὸν ποῦ σοῦ μιλοῦν (ὑπάκουε, ὅταν σοῦ ὁμιλοῦν, σὲ συμβουλεύουν) Σύμ. ᾿Γροικᾷ αὐτὸς ὁ δοῦλος (εἶναι εὐπειθὴς) Κρήτ. || Παροιμ. Νὰ ᾽γροίκανε ὁ Θεὸς τῶ gοράκω, δὲν θ’ ἀπόμενε γάιδαρος ζωdανὸς (ἐπὶ κατάρας μὴ ἐκπληρωθησομένης κατὰ τὴν γνώμην τοῦ καθ’ οὗ αὕτη ἀπευθύνεται) Κρήτ. 5) Παθ. καλοῦμαι, ὀνομάζομαι Ἄνδρ. Κρήν. Κύθηρ. κ.ἀ.: Πῶς ἀγροικᾶται ὁ δεῖνα; Κύθηρ || ᾎσμ. Μάντακας Γιˬάννης ἤτονε, Κολύμπριος γροικᾶται. Ἡ σημ. καὶ ἐν Κρητ. συμβολαίοις τοῦ 1714 «ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ἔμπροσθεν νὰ εἶναι καὶ νὰ ’γροικᾶται τῶν ἄνωθεν ἀγοραστάδων» (νὰ φέρῃ τὸ ὄνομα τῶν ἀγ.) Συνών. ἀκούω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA