ἀγρούτιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγρούτιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγρούτιν ἑπίθ. οὐδ. Πόντ (Κερασ. κ.ἀ.) ἀγρούτ’ Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀγρώστης=ἀγρότης, ἄγροικος. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τῶν εἰς ι οὐδ. ἐπιθ. ἰδ. ἈνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 167 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Τραχὺ τὴν γεῦσιν, ἄωρον, ἐπὶ καρπῶν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀγρούτ᾿ ἀπίδ’- μῆλον Ἀμισ. Σάντ. Χαλδ. Πβ. ἀγροίκητος Β4β. 2) Συνεκδ. ἐπὶ προσώπου δύσμορφον, δυσειδές, στρυφνὸν ἔνθ' ἀν.: Πρόσωπον ἀγρούστ’ Ἀμισ. Σάντ. Χαλδ. Ἀγρούτ᾿ κατζὶν Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA