ἀγροφύλακας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγροφύλακας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγροφύλακας ὁ, λόγ. κοιν. ἀγρουφύλακας Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀγριοφύλακας Πελοπν. (Γέρμ.) Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀγροφύλαξ. Πληθ. ἀγροφυλάκοι καὶ ἐν παπύρῳ τοῦ ἔτους 514. Ἰδ. Maspero Papyr. grecs d’epoque 1, 6. Τὸ α΄ συνθετ. τοῦ τύπ. ἀγριοφύλακας κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ἐπίθ. ἄγριος.
Σημασιολογία
Ὁ φύλαξ τῶν ἀγρῶν: Μᾶς ἔφαγαν οἱ ἀγροφυλάκοι (μᾶς ἐπροξένησαν ζημίας).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA