ἀγροφυλακιˬάτικο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγροφυλακιˬάτικο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγροφυλακιˬάτικο τό, ἀμάρτ. ἀγρουφυλακιάτ’κου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγροφύλακας.

Σημασιολογία

Ἡ ὑπὸ τῶν ἰδιωτῶν καταβαλλομένη εἰς τὸν ἀγροφυλακα ἀντιμισθία: Τοὺ ’νόπουρου βγαίν’νι οἱ ἀγρουφ’λά’ κὶ μαζών’νι τ᾿ ἀγρουφυλακιˬάτ’κου. Δίνου τ᾿ ἀγρουφυλακιˬάτ’κου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/