ἀγρύπνημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγρύπνημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγρύπνημα τό, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀγρύπνεμαν Πόντ. (Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀγρύπνισμα Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγρυπνῶ. Τὸ ἀγρύπνισμα κατ᾿ ‘αναλογ. τῶν ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρ. παραγομένων οὐσ.

Σημασιολογία

Ἡ κατὰ τὴν νύκτα ἐγρήγορσις ἔνθ’ ἀν.: Τὸ πολλὰ τ᾽ ἀγρύπνεμαν καλὸν ᾽κ᾽ ἔν’ (ἡ πολλὴ ἐγρήγορσις δὲν εἶναι καλὴ) Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/