ἀγρυπνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγρυπνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγρυπνῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. κ.ἀ.) ἀγρυπνάου βόρ. ἰδιώμ. ᾿γρυπνῶ Ρόδ. ἀγρυμνῶ Μέγαρ. ἀγρυπνίζω Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀγρυπνῶ. Διὰ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ ἀ ἐν τῷ τύπ. ’γρυπνῶ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 213.
Σημασιολογία
1) Μένω ἄυπνος κατὰ τὴν νύκτα, δὲν κοιμῶμαι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. κ.ἀ.): Ἁγρύπνησα ἀπόψε ὅλη νύχτα καὶ νυστάζω σύνηθ. Ὀψὲ ἐγρύπνεσα τσαὶ τὰ μάτ μ᾿ οὐ πορῶ ν’ ἀνοίξω (χθὲς δὲν ἐκοιμήθην καὶ δὲν ἠμπορῶ ν᾿ ἀνοίξω τοὺς ὀφθαλμούς μου) Ὄφ. Ἐγρύπνεσα ᾽ς σὸν κακᾶ σουμὰ (ἠγρύπνησα παρὰ τὸν ἄρρωστον) Κοτύωρ. Ἀφήστε τονε νὰ κοιμηθῇ, γιατ᾿ εἶναι ἀγρυπνισμένος Κρήτ. Ὅσο ἀγρυπνισμένη ποῦ νά ᾿μαι, θ᾽ ἀποσπερίσωμε (ὅσον πολὺ καὶ ἂν εἶμαι ἄυπνος θὰ σὲ συντροφεύσω τὴν ἑσπέραν) Κίμωλ. || Γνωμ. Χαρὰ ᾽ς τὸ γέρω π᾿ ἀγρυπνᾷ, | ᾿ς τὸ νεὸν ἁποῦ κοιμᾶται (ὅτι ὁ γέρων πρέπει νὰ κοιμᾶται ὀλίγον, ὁ δὲ νέος πολὺ) Κρήτ. κ.ἀ. || ᾎσμ. Ἡ νεˬὰ ὁποῦ μὲ ἄπα πάντα μήναν μου, πάντα παράγγελλεν μου μὲ τὴ βάγιˬα της, ᾿γρύπνα καὶ μὴν κοιμᾶσαι κ᾿ ἔρκου γλήορα κιˬ ὁ νεˬὸς ἀγρυπνημένος ἔργησεν νὰ πά' (ἄπα=ἠγάπα, ἔρκου=ἔρχου) Κάρπ. 2) Ἀργὰ κατακλίνομαι πρὸς ὕπνον Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA