ἀγύριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγύριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγύριστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀγύριστους Μακεδ. (Μελέν.) κ.ἀ. ἀγύρ’στους Λέσβ. Σάμ. ἀΰριστος Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) Σύμ. ἀύρ’στους Μακεδ. (Σιάτ.) ἀγύριγος Κεφαλλ. Λευκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γέρμ. Καλάβρυτ. Κόρινθ.) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἀγύρ’γους Ἥπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀγύριˬος Κέρκ. Παξ. ἀγύριχτος Πόντ. (Κερασ.) ἀγιˬούριστε Τσακων. ἀναγιˬούριστος Μέγαρ. ἀνηγύριστους Μακεδ. (Μελέν.) ἀνεγύριγος Ἤπ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀγύριστος. Πβ. Βέλθανδρ. καὶ Χρυσάντζ. στ. 205 (ἔκδ. ELegrand) «ὡς εἴδασιν ἀγύριστον παντελῶς τὸν σκοπόν του». Ὁ τύπ. ἀγύριˬος προῆλθεν ἐκ τοῦ ἀγύριγος ἀποβολῇ τοῦ γ μεταξὺ φων., ὁ δὲ ἀγύριχτος ὀφείλεται εἰς τὴν ἐπίδρασιν τοῦ ἐγύριξα ἀορ. τοῦ ρ. γυρίζω. Διὰ τοὺς τύπ. ἀναγιˬούριστος καὶ ἀγιˬούριστε πβ. γιουρίζω παρὰ τὸ γυρίζω, διὰ δὲ τὸ ἀναγιˬούριστος, ἀνηγύριστους καὶ ἀνεγύριγος ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὸν γῦρον δὲν δύναταί τις εὐκόλως νὰ κάμῃ, ἀπέραντος, ὑπερμεγέθης Ἄνδρ. Κύπρ. Νάξ. (Βόθρ.) Πελοπν. (Τρίπ.) Σάμ. κ.ἀ.: Σπίτι-χωράφι ἀγύριστο Ἄνδρ. Χτῆμα ἀγύρ’στου Σάμ. Εἶναι πρᾶμα ἀΰριστο (πρᾶμα=κτῆμα) Βόθρ. Ἐκτισεν ἡ ρήαινα μέσα ’ς τὴν γῆν ἕνα πύρκον μεάλον ταὶ ἀγύριστον (ρήαινα=βασίλισσα, πύρκος=πύργος. Ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. Συνών. ἀγύριαστος. 2) Ὁ μὴ στραφείς, ὁ μὴ μεταστραφεὶς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Πρέπει νὰ γυρίζῃς τὸ στρῶμα νὰ μή το πιˬάνῃ νότιˬα, ἐσὺ το’ ’χεις ἀγύριˬο ἀπὸ τὸν καιρὸ ποῦ τό ᾽βαλες ᾿ς τὸ κρεββάτι (νότιˬα=νοτίς, ὑγρασία) Παξ. Τ᾿ ὀψάριν ἀγύριστον ἔν᾿ (δὲν ἐστράφη ἐν τῷ τηγανίῳ διὰ νὰ ψηθῇ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν) Κερασ. Ἀοῦτο τὸ ξύλον ἀγύριστον ἔν᾽ (δὲν ἐστράφη τὸ ἐπάνω μέρος αὐτοῦ κάτω ἢ τὸ ἐμπρὸς ὀπίσω) Τραπ. Γύρ’τσον ἀπακεῖ μερέαν τὸν πρόσωπο σ᾿ , ἀτόσον ὥραν ντό κρατεῖς ἀτο ἀγύριστον; (στρέψον πρὸς τὸ ἄλλο μέρος τὸ πρόσωπόν σου, τόσην ὥραν διατί τὸ κρατεῖς ἀγύριστον, ἤτοι διατί δὲν στρέφεις αὐτό;) αὐτόθ. β) Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν μετεστράφη οὕτως, ὥστε ἡ ἐσωτερικὴ αὐτοῦ ἐπιφάνεια νὰ γίνῃ ἐξωτερική, ὁ μὴ ἐκστραφείς, ἐπὶ ὑφάσματος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Σακκὶ ἀγύριστο σύνηθ. Ροῦχον ἀΰριστον Σύμ. Ἀγύριο φόρεμα Κέρκ. Ἐτοῦτο τὸ σκουτὶ εἶναι ἀγύριˬο, νὰν τὸ γυρίσω νὰ ἰδῇς τί ὄμορφο ποῦ θὰ γένῃ (σκουτὶ=φόρεμα) Παξ. γ) Ὁ μὴ δυνάμενος εὐχερῶς νὰ μεταστραφῇ, νὰ μετακινηθῇ, βαρὺς Σάμ. 3) Ὁ μὴ ἀποδιδόμενος, μάλιστα ἐπὶ χρημάτων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Παροιμ. φρ. Τοῦ ’δωσα δανεικὰ κιˬ ἀγύριστα (ἐπὶ χρημάτων δανειζομένων καὶ μὴ ἐπιστρεφομένων) σύνηθ. Δανεικὰ κιˬ ἀγύριˬα Παξ. Δα’κὰ κι ἀνηγύριστα Μελέν. Συνών. φρ. δανεικὰ κι ἀγύρευτα (ἰδ. ἀγύρευτος). 4) Ὁ μὴ ἐπιστρέψας, ὁ μὴ ἐπανελθὼν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Πῆγε ᾿ς τὸ δεῖνα μέρος κ’ εἶναι ἀκόμη ἀγύριγος Γέρμ. Τὸ παιδὶν ἀκόμαν ἀγύριστον ἔν᾿ Κερασ. Ἀγύρ’γους γίν’ι, ἔμ’κι ἀδικεῖ (ἀγύριστος ἔγινε, ἔμεινε ἐκεῖ, ὅπου μετέβη) Αἰτωλ. || Φρ. Πάαινε κιˬ ἀύριστος νά ᾽σαι! (ἀρὰ) Ἀπύρανθ. 5) Ὁ μὴ ἀποδημήσας καὶ διὰ τοῦτο μὴ ἀποκτήσας πεῖραν τοῦ κόσμου Κρήτ. Πόντ. (Χαλδ.): Μὴ dοῦ ξεσυνορίζεσαι, γιˬατ᾿ εἶν’ ἀγύριστος ἄθρωπος καὶ δὲ gατέει εἶdα κάνουνε ᾿ς ἄλλους κόσμους Κρήτ. Συνών. ἄβγαλτος Α 2, ἀξέβγαλτος. 6) Ἐκεῖνος ὅθεν δὲν ἐπιστρέφει τις Ἤπ. Παξ.: Στὸν τόπο τὸν ἀγύριστο ποῦ γυρισμοὺς δὲν ἔχει! (ἐνν. πήγαινε. Ἀρὰ) Ἤπ. Τ᾽ ἀνεγύριγο ταξίδι τοῦ κάτω κόσμου Ἤπ. β) Οὐσ., τὸ μέρος, ἐξ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ ἐπανέλθῃ, ὁ τόπος ὁπόθεν εἶναι ἀδύνατος ἡ ἐπάνοδος, ὁ ᾍδης, μάλιστα ἐπὶ ἀρῶν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Νὰ πάς ’ς τὸν ἀγύριστονα! Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Τὸν ἔστειλα ’ς τὸν ἀγύριστο τὸν παλαβό! Ἀθῆν. Ἄι ’ς τὸν ἀναγιˬούριστο! Μέγαρ. Δέβα ᾿ς σὸν κρεμὸν καἰ ᾽ς σὸν ἀγύριστον! (πήγαινε εἰς τὸν κρημνὸν καὶ εἰς τὸν ὄλεθρον!) Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ κ.ἀ. ’Σ τὸν ἀΰριστο! Σύμ. Δὲ βλέπω τὴν ὥρα πότε νὰ πάνε ᾿ς τ᾿ ἀγύριˬο! Παξ. ’Σ τ᾽ ἀγύριγο! Κεφαλλ. Λευκ. κ.ἀ. ’Σ τ᾽ ἀγύριγα! Κόρινθ. Πβ. ἀγύρισι, ἀγυριστιˬά. Συνών. ἄγειρτος 2. Β) Μεταφ. 1) Ἀμετάπειστος, ἰσχυρογνώμων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀγύριστο κεφάλι σύνηθ. Εὐτοῦνος εὐτοῦ, παιδί μου, εἶναι κεφάλι ἀγύριγο Καλάβρυτ. (πβ. φρ. δὲ γυρίζει τὸ κεφάλι του). Ἀγύριστη γνώμη Μακεδ. (Μελέν.) Ἀγύριστος ἐστάθεν ὅσα λόγιˬα κι ἂν εἶπ᾽ ἀτον Χαλδ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ μεσν. Πβ. Βέλθανδρ. καὶ Χρυσάντζ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀβάγιστος 2. Πβ. ἄγειρτος 1. 2) Ὁ μὴ μεταστραφεὶς εἰς ἄλλο θρησκευτικόν δόγμα, ὁ μὴ ἐξομόσας Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἐγύρτσεν, γιˬόκσα ἀγύριστος ἔν᾿ ἀκόμαν; (μετέβαλε τὸ θρησκευτικόν του δόγμα ἢ ἀκόμη ἐμμένει εἰς αὐτό;) Τραπ. Ἀντίθ. γυριστός, κλωστός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/