ἀγυρμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγυρμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγυρμὸς ὁ, Θρᾴκ. (Βιζ.)
Ετυμολογία
Ἴσως τὸ ἀρχ. οὐσ ἀγυρμός. Πβ. Ἡσυχ. «ἀγυρμός• ἐκκλησία, συγκρότησις• ἔστι δὲ πᾶν τὸ ἀγειρόμενον· καὶ τῶν μυστηρίων ἡμέρα πρώτη».
Σημασιολογία
Ἡ ἀπὸ οἰκίας εἰς οἰκίαν περιφορὰ τῶν μετημφιεσμένων (ἴσως λείψανον τῶν ἀρχαίων Διονυσιακῶν τελετῶν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA