ἀγωνία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγωνία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγωνία ἡ, Ἀπουλ. (Καλημ.) Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀγωνία.

Σημασιολογία

1) Ἀδημονία, στενοχωρία, μάλιστα ἐπιθανάτιος ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει μεγάλην ἀγωνία ὁ ἀρρωστάρις Κρήτ. Ὤ τὸ καψούλλικο, μιˬὰν ἀγωνία ποῦ τὴν περνᾷ! (τὸ καημένο, πόσον μεγάλην στενοχωρίαν δοκιμάζει!) Ἀπύρανθ. 2) Πόνος, μόχθος, προσπάθεια Θήρ.: Ἐτραύιξα τόση ἀγωνία γιˬὰ νὰ τὸνε κατατάξω (καθησυχάσω). Πβ. ἀγῶνας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/