ἀγωνιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγωνιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγωνιˬάζω ἀμάρτ. ἀγουνιάζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Ἀκαλάν.) β) Μέσ. ἀγωνιˬάζομαι Θρᾴκ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ρ. ἀγωνιῶ.
Σημασιολογία
1) Εἶμαι ἐν ἀγωνίᾳ, ἀγωνιῶ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Ἀκαλάν.) β) Μέσ. μοχθῶ, πονῶ, κοπιάζω Θρᾴκ. Ἀγωνιˬάστηκε ὅσο νὰ τοῦ παρασταθῇ. 2) Σπεύδω, βιάζομαι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Ἀκαλάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA