ἀγωνίζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγωνίζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγωνίζομαι Βάρν. Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. Θήρ. Κρήτ. Παξ. Σῦρ κ.ἀ. ἀγωνίζουμαι Πελοπν. (Βούρβουρ. κ.ἀ.) ἀγουνίζουμι Ἤπ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Λαμ.) ᾿γουνίζουμι Λῆμν. ἀγωνε͜ιοῦμαι Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. ἀγουνε͜ιῶμι Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀγουνε͜ιοῦμι Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Μελέν. κ.ἀ.) ἀγωνε͜ιέμαι Ἤπ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Δημητσάν. Λακεδ. Λακων. Λεντεκ. Μάν.) Σέριφ. κ.ἀ. ἀγουνε͜ιέμι Μακεδ. (Μπάλτζ.) ’βωνίομαι Ἀπουλ. (Καλημ.) Προστ. ἐνεστ. ἀγώνε͜ια Θεσσ. Μακεδ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀγωνίζομαι. Ὁ τύπ. ἀγωνε͜ιέμαι καὶ ἐν Χρον. Μορ. στ. 2505 (ἔκδ. JSchmitt). Ἡ προστ. ἀγώνε͜ια κατὰ τὰς προστ. ἔλα, τραύα, τρέχα, φεύγα, περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. Ἀκαδ. Ἀναγν. 3, 141.
Σημασιολογία
1) Μοχθῶ, πονῶ, καταβάλλω πᾶσαν προσπάθειαν Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. Θήρ. Κρήτ. Κύθηρ. Λῆμν. Παξ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Δημητσάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Λαμ.) Σῦρ. κ.ἀ.: Μέρα νύχτα ἀγωνίζομαι γιˬὰ νὰ βροῦνε τὰ παιδιˬά μου ἕνα κομμάτι ψωμὶ Κρήτ. Ἀγωνιζόντανε τόσα χρόνιˬα νὰ τὰ καταφέρῃ καὶ τώρα πέθανε! (ἐμόχθει τόσα ἔτη νὰ εὐοδώσῃ τὰ οἰκονομικά του) Παξ. Ἀγωνίστηκα καὶ δίποτα δὲν ἀπόλαψα Δημητσάν. Τοῦ κάκου ἀγωνε͜ιέται ὁ ἄραχλος (μάτην μοχθεῖ ὁ δυστυχὴς) Βούρβουρ. Ἀγουνε͜ιῶμι νὰ φκε͜ιάσου ἕνα σπιτά’ Αἰτωλ. Ἀγουνε͜ιῶμι μὶ τὰ χώματα (σκάπτω) αὐτόθ. Ἀγουνίσ’κα νὰ σὶ φκε͜ιάσου ἄνθρουπου κὶ δὲ μπόρ’σα αὐτόθ. ᾿Γουνίζουμι νὰ παdρέψου d’ δυχατέρα μ’ Λῆμν. Ἄνθρωπος ἀγωνισμένος (ὁ διαρκῶς ἐργαζόμενος, ὁ μὴ ἀναπαυόμενος) Κάρυστ. || ᾌσμ. Χωρὶς λαμπίκο καὶ φωτιˬὰ ροδόσταμα δὲ βγαίνει, χωρὶς ὁ νεˬὸς ν᾿ ἀγωνιστῇ τὴ νεˬὰ δὲν ἀποχτένει Ἤπ. Σὰν τὸ πλατάνι τὸ ψηλό, ποῦ μὲ στοιχε͜ιὰ ἀγωνε͜ιέται, χίλιˬα μαχαίριˬα μὲ χτυποῦν, μούν’ πο͜ιὸς μὲ λεῄμονε͜ιέται αὐτόθ. 2) Σπεύδω, ἐπείγομαι, βιάζομαι Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Ἀπουλ. (Καλημ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κρήτ. Μακεδ. (Μελέν. Μπάλτζ.) Πελοπν (Ἀρκαδ. Λακων. Μάν.) Σέριφ. κ.ἀ.: Τρέχω γρήγορα γιˬατὶ ἀγωνε͜ιοῦμαι Ἀρκαδ. Ἀγωνε͜ιέμαι νὰ φύγω Μάν. Ἀγωνίζου νὰ φτάξῃς γλήγορα Κρήτ. Ἀγώνε͜ια νὰ τελε͜ιῶσῃς (προτροπὴ πρὸς τὸν ἐργαζόμενον) Μακεδ. Ἀγουνε͜ιοῦμι, τί με παρακινᾷς; αὐτόθ. Νὰ μὴν ἀγωνε͜ιέσαι, βολικὰ βολικὰ (σιγὰ σιγὰ) Σέριφ. || ᾎσμ. Νύφη μου, τί ὀρδινιˬάζεσαι, νύφη μου, τί ἀγωνε͜ιέσαι; (ὄρδινιˬάζεσαι=παρασκευάζεσαι Μάν. 3) Ἡ προστ. ἀγώνε͜ια ἐπιρρηματ., ταχέως, δρομέως, βιαστικὰ Θεσσ. Μακεδ.: Ἀγώνε͜ια ἀγώνε͜ια Θεσσ. Πβ. ἀγωνιστά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA