ἀγωρίστικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγωρίστικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγωρίστικος ἐπίθ. Ἄνδρ. Θήρ. Σῦρ. Τῆν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγώρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίστικος.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς παῖδα ἄρρενα ἔνθ’ ἀν.: Ἀγωρίστικα παιχνίδιˬα-παπούτσιˬα κττ. Σῦρ. Αὐτὸ τὸ κορίτσι ἔχει ἀγωρίστικη μιλιˬὰ αὐτόθ. Συνών. ἀγωρήσιˬος, ἀγωρίτικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA