ἀερογεμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀερογεμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀερογεμίζω ἀμάρτ. ἀερογιˬομίζω Πελοπν. (Σουδεν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀέρας καὶ τοῦ ρ. γεμίζω.
Σημασιολογία
Γεμίζω ἀπὸ ἀέρα, παίρνω ἀέρα: Φρ. Ὁ νοῦς του-τὸ κεφάλι του ἀερογιˬόμισε (ἐπὶ τοῦ ἐπαιρομένου) || ᾎσμ. Γιˬαννάκι, τί ἐπαλάβωσες, τί ἔχασες τὸ μυαλό σου, τί ἀερογιˬόμισε ὁ νοῦς…. Πβ. ἀεροπαίρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA