ἀεροδρόμιο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀεροδρόμιο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀεροδρόμιο τό, λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ λογ. οὐσ. ἀεροδρόμιον, ὃ ἐκ τοῦ μεσν. *ἀεροδρόμος.

Σημασιολογία

Ὁ τόπος, ἔνθα στεγάζονται καὶ ἀπογειοῦνται ἢ προσγειοῦνται τὰ ἀεροπλάνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/