ἀεροκοπανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀεροκοπανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀεροκοπανίζω Μ.᾿Εγκυκλ. ἀεροκουπανίζω Προπ. (Κύζ.) ἀεροκοπανῶ ἀγν. τόπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀέρας καὶ τοῦ ρ. κοπανίζω.

Σημασιολογία

Ματαιοπονῶ, ματαίως κοπιάζω. Πβ. ἐν λ. ἀέρας 1 συνών. φρ. ἀέρα κοπανίζω, ἀέρα ψαρεύω καὶ ἀρχ. «ἀέρα δέρειν», «ἀέρα πυκτεύειν», «ἀέρα παιειν»

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/