ἀερότοπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀερότοπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀερότοπος ὁ, Ἤπ. Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) -Λεξ. Κομ. ἀιρότουπους Ἤπ. (Χουλιαρ.) ἀγερότοπος Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ ἀέρας καὶ τόπος.

Σημασιολογία

1) Τόπος προσβαλλόμενος ὑπὸ τῶν ἀνέμων Ἤπ. Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.): Ἐκεῖ μὴ πάς, ἀερότοπος ἔν᾿ Χαλδ. Συνών. ἀεροτόπιν. 2) Τόπος ἄγονος Ἤπ.: Εἶναι ἀερότοπος αὐτός. 3) Τόπος κενός, ἐλεύθερος πάσης ἐπ’ αὐτοῦ φυτείας Ἤπ. (Χουλιαρ.) κ.ἀ.; Τά ’μασαν τὰ σπαρτὰ κὶ γίνηκι ἀιρότουπους Χουλιαρ. Τὸ κεφάλι αὐτ’νοῦ εἶναι ἀερότοπος (ἐπὶ ἀνθρώπου μωροῦ) Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/