ἀερωπὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀερωπὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀερωπὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀγερωπὸς Ἄνδρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀέρας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ωπός.

Σημασιολογία

Εὐάερος, δροσερός: Ἡ ἀελάδα πάει ’ς τ’ ἀγερωπά. Συνών. ἀερικᾱτος 1, ἀερικὸς 2, ἀερινὸς 3β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/