ἀετομάχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀετομάχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀετομάχος ὁ, Α.Ρουμελ. (Σῳζόπ.) Εὔβ. (Κονίστρ.) Κέρκ. Λευκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (᾽Αρκαδ. Κυνουρ Λακων. Μεγαλόπ. ᾿Ολυμπ. Τριφυλ.) Χίος (Πυργ.) ἀεˬτομάχος Εὔβ. (Κονίστρ.) Ζάκ. Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Πελοπν. (Βαλτέτσ. Βούρβουρ. Σουδεν. Τρίκκ.) ἀεˬτουμάχους Στερελλ. (᾿Ακαρν. Βοστιν.) ἀτόμαχος ᾿Αθῆν. Χίος

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀετὸς καὶ τοῦ ρ. μάχομαι.

Σημασιολογία

Εἴδη πτηνῶν τοῦ γένους τοῦ ἀετομάχου (lanius) τῆς τάξεως τῶν ἐκτοπιζόντων (passageri), ἰδίως μὲν ἀετομάχος ὁ μεσημβρινὸς (lanius meridionalis), ἀετομάχος ὁ μικρὸς (lanius minor), ἀετομάχος ὁ κολλυρίων (ἰδ. ᾿Αριστοτ. Ζῴων ἱστορ. 9,23), ἀετομάχος ὁ ὑποκριτὴς (lanius pernonatus) καὶ ἀετομάχος ὁ νυκτοφύλαξ (lanius excubitor). Πτηνὰ ἐπιπίπτοντα κατὰ τῶν μικροτέρων πτηνῶν κατὰ τρόπον ἀετοῦ, ὅθεν τὸ ὄνομα αὐτῶν. Συνών. ἀκριδομάχος, δαγκανιˬάρις, δάγκας, κεφαλᾶς, τσαρουχοπάτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/